Osiris
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Contents
English > Greek (Woodhouse)
Ὄσιρις, -ιδος, ὁ.
Spanish > Greek
Latin > English (Lewis & Short)
Ŏsīris: is and ĭdis, m., = Ὄσιρις.
I An Egyptian deity, the husband of Isis, Tib. 1, 7, 27; 29; 43; Ov. M. 9, 692; Hor. Ep. 1, 17, 60; Juv. 8, 29; Macr. S. 1, 21.—
II Name of a warrior slain by Thymbrœus, Verg. A. 12, 458.
Latin > French (Gaffiot 2016)
Ŏsīris,¹³ is et ĭdis, m., (Ὄσιρις), l’une des grandes divinités de l’Égypte : Tib. 1, 7, 27 ; Hor. Ep. 1, 17, 60 ; Juv. 8, 29 || nom d’un guerrier rutule : Virg. En. 12, 458.
Latin > German (Georges)
Osīris, ris, ridis u. ridos, Akk. rim u. rin, m. (Ὄσιρις), Gemahl der Isis, Schutzgott Ägyptens u. des Nils, durch seinen Bruder Typhon umgebracht u. zerstückelt, unter Klagen von der Gattin aufgesucht, weshalb das Aufsuchen u. Wiederfinden seines Leichnams unter die Zeremonien seines Kultus aufgenommen wurde, Tibull. 1, 7, 29. Ov. met. 9, 693. Iuven. 8, 29. Lact. 1, 21. § 22 u. 24. – Genet. Osiris, Plin. 5, 60. Apul. met. 11, 27. Augustin. de civ. dei 8, 26, 2. p. 365, 12 u. 8, 27, 2. p. 367, 7 D.2; u. Osiridis, Varro bei Serv. Verg. georg. 1, 19. Tert. de pall. 3. Augustin. de civ. dei 10, 11. Serv. Verg. georg. 1, 166; u. Osiridos, Iul. Val. 1, 24 (31): Dat. Osiri, Corp. inscr. Lat. 6, 348: Akk. Osirim, Verg. Aen. 12, 548. Hor. ep. 1, 17, 60. Tibull. 1, 7, 27. Lucan. 8, 833; 9, 159. Augustin. de civ. dei 6, 10, 2. p. 268, 19 D.2 Serv. Verg. georg. 1, 19. Firm. de err. 2, 2; u. Osirin, Macr. sat. 1, 21, 12 ed. Jan (Variante Osirim). Schol. Iuven. 6, 533 ed. Jahn: Abl. Osiri, Iuven. 8, 29; u. Osire, Mart. Cap. 3. § 223; u. Osiride, Augustin. de civ. dei 10, 11, 2. p. 420, 18 D.2
Wikipedia EN
Osiris (/oʊˈsaɪrɪs/, from Egyptian wsjr) is the god of fertility, agriculture, the afterlife, the dead, resurrection, life, and vegetation in ancient Egyptian religion. He was classically depicted as a green-skinned deity with a pharaoh's beard, partially mummy-wrapped at the legs, wearing a distinctive atef crown, and holding a symbolic crook and flail. He was one of the first to be associated with the mummy wrap. When his brother, Set, cut him up into pieces after killing him, Isis, his wife, found all the pieces and wrapped his body up. Osiris was at times considered the eldest son of the god Geb and the sky goddess Nut, as well as being brother and husband of Isis, with Horus being considered his posthumously begotten son. He was also associated with the epithet Khenti-Amentiu, meaning "Foremost of the Westerners", a reference to his kingship in the land of the dead. Through syncretism with Iah, he is also a god of the Moon.
Wikipedia EL
Ο Όσιρις, (επίσης Ούζιρις, Αζάρ, Όζιρις, Ουζάρ, Ουεζίρ, Ουζαρέ) του οποίου το όνομα είναι αρχαιοελληνική μεταγραφή της αιγυπτιακής λέξης Ουεζίρ, εξομοιώθηκε με πολλές θεότητες του ελληνικού πάνθεου, κυρίως δε με τον Διόνυσο και τον Άδη. Όντας αρχικά θεός της φύσης, ενσάρκωση του πνεύματος της βλάστησης, που πεθαίνει κατά το θερισμό και αναγεννάται όταν φυτρώνει ο σπόρος, ο Όσιρις λατρεύτηκε σε ολόκληρη την αρχαία Αίγυπτο ως θεός των νεκρών. Με την ιδιότητα αυτή αναρριχήθηκε μέχρι την πρώτη σειρά του αιγυπτιακού πανθέου. Ο μύθος παρουσιάζει τον Όσιρι ουσιαστικά ως φετίχ μιας κατακτητικής φατρίας, η οποία τον επέβαλε αρχικά στην πόλη Ντζεντού -μεταγενέστερα Περ-Ουσίρ και Βούσιρι (αρχαιοελ.)- της Κάτω Αιγύπτου, όπου ο νέος θεός υποκατέστησε τον προηγούμενο κύριο της πόλης, τον Αντζετί. Κατόπιν στην Άβυδο της 'Ανω Αιγύπτου, ο Όσιρις ταυτίστηκε με τον Χεντ Αμεντί (Khent Amenti), τον θεό-λύκο της δυτικής νεκρόπολης και έγινε η μεγάλη θεότητα των νεκρών. Εκεί του αποδιδόταν ενίοτε η προσωνυμία Χεντ Αμεντιού (Khent Amentiou), «Κύριος των Δυτικών», δηλαδή των νεκρών, που κατοικούσαν εκεί όπου δύει ο ήλιος. Ο Όσιρις μαζί με τον Σέραπη χαρακτηρίζονταν Άζωνοι θεοί.
Translations
af: Osiris; als: Osiris; ar: أوزيريس; arz: اوزيريس; ast: Osiris; az: Osiris; be_x_old: Асырыс; be: Асірыс; bg: Озирис; bn: ওসাইরিস; bo: ཨུ་སའེ་ལི་སི།; br: Osiris; bs: Oziris; ca: Osiris; cs: Usir; cy: Osiris; da: Osiris; de: Osiris; diq: Osiris; el: Όσιρις; en: Osiris; eo: Oziriso; es: Osiris; et: Osiris; eu: Osiris; fa: ازیریس; fi: Osiris; fr: Osiris; ga: Óisíris; gl: Osiris; he: אוסיריס; hi: ओसिरिस; hr: Oziris; hu: Ozirisz; hy: Օսիրիս; id: Osiris; is: Ósíris; it: Osiride; ja: オシリス; ka: ოსირისი; kn: ಓಸೈರಿಸ್; ko: 오시리스; ky: Осирис; la: Osiris; lt: Osiris; lv: Ozīriss; mk: Озирис; ml: ഒസൈറിസ്; ms: Dewa Osiris; nah: Osiris; nl: Osiris; no: Osiris; oc: Osiris; pl: Ozyrys; ps: اوسيريس; pt: Osíris; ro: Osiris; ru: Осирис; scn: Osiride; sco: Osiris; sh: Oziris; simple: Osiris; si: ඔසිරිස්; sk: Usir; sl: Oziris; sr: Озирис; sv: Osiris; ta: ஒசைரிஸ்; th: โอไซริส; tl: Osiris; tr: Osiris; uk: Осіріс; ur: اوسیرس; vi: Osiris; war: Osiris; wuu: 俄西里斯; xmf: ოსირისი; zh: 俄西里斯