Anonymous

ἀρχιερατικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀρχιερατικη, ἀρχιερατικον (ἀρχι and [[ἱερατικός]], and [[this]] from [[ἱεράομαι]] (to be a [[priest]])), [[high]] [[priestly]], pontifical: [[γένος]], Schürer as cited [[under]] the [[word]] [[ἀρχιερεύς]], 2at the [[end]]). (Josephus, Antiquities 4,4, 7; 6,6, 3; 15,3, 1.)  
|txtha=ἀρχιερατικη, ἀρχιερατικον (ἀρχι and [[ἱερατικός]], and [[this]] from [[ἱεράομαι]] (to be a [[priest]])), [[high]] [[priestly]], pontifical: [[γένος]], Schürer as cited [[under]] the [[word]] [[ἀρχιερεύς]], 2at the [[end]]). (Josephus, Antiquities 4,4, 7; 6,6, 3; 15,3, 1.)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρχιερατικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρχιερατική [[λειτουργία]]» — [[λειτουργία]] στην οποία χοροστατεί [[αρχιερέας]]<br />β) «[[αρχιερατικός]] [[επίτροπος]]» — [[κληρικός]] εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας να ασκεί ορισμένα διοικητικά καθήκοντα ([[έκδοση]] αδειών γάμου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Αρχιερατικόν</i><br />το λειτουργικό [[βιβλίο]] που περιέχει τις ακολουθίες στις οποίες χοροστατεί [[αρχιερέας]].
}}
}}