Anonymous

ἀρχιερατικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρχιερατικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρχιερατική [[λειτουργία]]» — [[λειτουργία]] στην οποία χοροστατεί [[αρχιερέας]]<br />β) «[[αρχιερατικός]] [[επίτροπος]]» — [[κληρικός]] εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας να ασκεί ορισμένα διοικητικά καθήκοντα ([[έκδοση]] αδειών γάμου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Αρχιερατικόν</i><br />το λειτουργικό [[βιβλίο]] που περιέχει τις ακολουθίες στις οποίες χοροστατεί [[αρχιερέας]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρχιερατικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρχιερατική [[λειτουργία]]» — [[λειτουργία]] στην οποία χοροστατεί [[αρχιερέας]]<br />β) «[[αρχιερατικός]] [[επίτροπος]]» — [[κληρικός]] εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας να ασκεί ορισμένα διοικητικά καθήκοντα ([[έκδοση]] αδειών γάμου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Αρχιερατικόν</i><br />το λειτουργικό [[βιβλίο]] που περιέχει τις ακολουθίες στις οποίες χοροστατεί [[αρχιερέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχιερατικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε αρχιερέα, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}