βολβός: Difference between revisions

1,416 bytes added ,  29 September 2017
7
(Bailly1_1)
(7)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bulbe, oignon.<br />'''Étymologie:''' DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. [[βῶλος]], <i>lat.</i> bulla.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bulbe, oignon.<br />'''Étymologie:''' DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. [[βῶλος]], <i>lat.</i> bulla.
}}
{{grml
|mltxt=και βορβός, ο (AM [[βολβός]])<br /><b>1.</b> [[υπόγειος]] [[βλαστός]] που έχει τροποποιηθεί [[έτσι]] ώστε να εκτελεί αποταμιευτική [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> η εδώδιμη [[ρίζα]] του φυτού λεοπολδία<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων οργάνων που έχουν [[σχήμα]] βολβού («[[βολβός]] του οφθαλμού», «[[βολβός]] του δωδεκαδακτύλου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, που συνδέεται φωνητικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών οι οποίοι δηλώνουν [[κυρίως]] στρογγυλά αντικείμενα<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>bulla</i> «[[φυσαλλίδα]] νερού», λιθ. <i>burbuas</i> «[[φυσαλλίδα]] νερού», <i>bulbus</i> «[[πατάτα]]», αρμ. <i>botk</i>» «[[ραπάνι]]», αρχ. ινδ. <i>bάlbaja</i> «[[είδος]] χόρτου». Στην Ελληνική η λ. [[βολβός]] συνδέθηκε και με το [[βώλος]] «[[σβώλος]]». Τέλος, το λατ. <i>bulbus</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}