Anonymous

βολβός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βολβός''': ὁ, Λατ. Bulbus, [[εἶδος]] κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ [[λίαν]] ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» [[τανῦν]], Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.
|lstext='''βολβός''': ὁ, Λατ. Bulbus, [[εἶδος]] κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ [[λίαν]] ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» [[τανῦν]], Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bulbe, oignon.<br />'''Étymologie:''' DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. [[βῶλος]], <i>lat.</i> bulla.
}}
}}