Anonymous

ἡβητικός: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’adolescent, de jeune homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
|btext=ή, όν :<br />d’adolescent, de jeune homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡβητικός]], -ή, -όν (Α) [[ηβητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την ήβη, ο [[νεανικός]] («ἡβητικοί λόγοι», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}