Anonymous

ἡβητικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡβητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς νεότητα, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ [[ἡλικία]] ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
|lstext='''ἡβητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς νεότητα, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ [[ἡλικία]] ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’adolescent, de jeune homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
}}
}}