Anonymous

ἀνίκανος: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνίκᾰνος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incapaz]] ἔργοις ἀ. incapaz en la acción</i> Babr.92 epimitio (Crusius), ἐγὼ μὲν οὐκ [[ἀνίκανος]] ... δῶρόν γε λαμβάνων Hld.2.30.4<br /><b class="num">•</b>[[incapacitado]] por una lesión οὐτέπο[τ] ε στρατεύομαι ἀ. <i>PHerm.Rees</i> 7.18 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[insatisfecho]] τί [[ἄπληστος]] εἶ; τί [[ἀνίκανος]]; Arr.<i>Epict</i>.4.1.106.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[insuficientemente]] ἀ. ... ἔχοντος ... νόμου siendo insuficiente la ley</i> Cyr.Al.M.70.37C.
|dgtxt=(ἀνίκᾰνος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incapaz]] ἔργοις ἀ. incapaz en la acción</i> Babr.92 epimitio (Crusius), ἐγὼ μὲν οὐκ [[ἀνίκανος]] ... δῶρόν γε λαμβάνων Hld.2.30.4<br /><b class="num">•</b>[[incapacitado]] por una lesión οὐτέπο[τ] ε στρατεύομαι ἀ. <i>PHerm.Rees</i> 7.18 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[insatisfecho]] τί [[ἄπληστος]] εἶ; τί [[ἀνίκανος]]; Arr.<i>Epict</i>.4.1.106.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[insuficientemente]] ἀ. ... ἔχοντος ... νόμου siendo insuficiente la ley</i> Cyr.Al.M.70.37C.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την [[ικανότητα]] να κάνει ή να πει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[ικανός]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], ιερατικό [[λειτούργημα]] ή [[εργασία]] εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από σεξουαλική [[ανικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανικανοποίητος]], [[ακόρεστος]].
}}
}}