3,277,242
edits
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την [[ικανότητα]] να κάνει ή να πει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[ικανός]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], ιερατικό [[λειτούργημα]] ή [[εργασία]] εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από σεξουαλική [[ανικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανικανοποίητος]], [[ακόρεστος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την [[ικανότητα]] να κάνει ή να πει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[ικανός]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], ιερατικό [[λειτούργημα]] ή [[εργασία]] εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από σεξουαλική [[ανικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανικανοποίητος]], [[ακόρεστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνίκανος:''' [ῐ], -ον, [[ακατάλληλος]], [[αναρμόδιος]], [[ανεπαρκής]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |