3,277,172
edits
(big3_9) |
(7) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[mendicante que ronda los altares acechando las ofrendas]] ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Pherecr.150.2, βωμολόχους θ' ἱερεῖς Man.5.119, cf. <i>Erot.Fr.Pap.Parth</i>.39, Hsch., <i>Et.Gud</i>.293.1.<br /><b class="num">2</b> [[bufón]], [[payaso]], [[mamarracho]] κόλακες καὶ βωμολόχοι E.<i>Ep</i>.4.53, cf. Arist.<i>EN</i> 1108<sup>a</sup>25, <i>Rh</i>.1419<sup>b</sup>9<br /><b class="num">•</b>como epít. τις β. ξυνήγορος un mamarracho de abogado</i> Ar.<i>Eq</i>.1358, cf. <i>Ra</i>.1085, 1521, ἦν δὲ καὶ φύσει β. Theopomp.Hist.162, cf. Luc.<i>Merc.Cond</i>.24, β. ... κόλαξ <i>AP</i> 11.323 (Pall.), οἱ βωμολοχώτατοι los más mamarrachos entre los mamarrachos</i> de los poetas cómicos, Phld.<i>Mus</i>.4.12.38.<br /><b class="num">3</b> orn., subst. ὁ β. [[el bufón]] n. que recibe una variedad de [[corneja]] Arist.<i>HA</i> 617<sup>b</sup>18.<br /><b class="num">II</b> de palabras, carácter [[bufonesco]], [[chocarrero]], [[chistoso]] βωμολόχοις ἔπεσιν χαίρει Ar.<i>Ra</i>.358, ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι Ar.<i>Eq</i>.1194, (ἦθος) κίβδηλον, βωμολόχον, καπηλικόν, τυραννικόν M.Ant.4.28, ἕτερα διελέχθη καὶ ὧδε βωμολόχα Philostr.<i>VS</i> 578<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ βωμολόχον καὶ παιδιῶδες Plu.2.68a.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[en forma bufonesca]] αὐτὴ γελοιάζουσά τε καὶ β. ἰσχιάζουσα Procop.<i>Arc</i>.9.15, καὶ Πλατωνικῶς, καὶ μὴ Περιπατητικῶς καὶ μὴ β. Olymp.<i>in Phd</i>.70. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[mendicante que ronda los altares acechando las ofrendas]] ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Pherecr.150.2, βωμολόχους θ' ἱερεῖς Man.5.119, cf. <i>Erot.Fr.Pap.Parth</i>.39, Hsch., <i>Et.Gud</i>.293.1.<br /><b class="num">2</b> [[bufón]], [[payaso]], [[mamarracho]] κόλακες καὶ βωμολόχοι E.<i>Ep</i>.4.53, cf. Arist.<i>EN</i> 1108<sup>a</sup>25, <i>Rh</i>.1419<sup>b</sup>9<br /><b class="num">•</b>como epít. τις β. ξυνήγορος un mamarracho de abogado</i> Ar.<i>Eq</i>.1358, cf. <i>Ra</i>.1085, 1521, ἦν δὲ καὶ φύσει β. Theopomp.Hist.162, cf. Luc.<i>Merc.Cond</i>.24, β. ... κόλαξ <i>AP</i> 11.323 (Pall.), οἱ βωμολοχώτατοι los más mamarrachos entre los mamarrachos</i> de los poetas cómicos, Phld.<i>Mus</i>.4.12.38.<br /><b class="num">3</b> orn., subst. ὁ β. [[el bufón]] n. que recibe una variedad de [[corneja]] Arist.<i>HA</i> 617<sup>b</sup>18.<br /><b class="num">II</b> de palabras, carácter [[bufonesco]], [[chocarrero]], [[chistoso]] βωμολόχοις ἔπεσιν χαίρει Ar.<i>Ra</i>.358, ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι Ar.<i>Eq</i>.1194, (ἦθος) κίβδηλον, βωμολόχον, καπηλικόν, τυραννικόν M.Ant.4.28, ἕτερα διελέχθη καὶ ὧδε βωμολόχα Philostr.<i>VS</i> 578<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ βωμολόχον καὶ παιδιῶδες Plu.2.68a.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[en forma bufonesca]] αὐτὴ γελοιάζουσά τε καὶ β. ἰσχιάζουσα Procop.<i>Arc</i>.9.15, καὶ Πλατωνικῶς, καὶ μὴ Περιπατητικῶς καὶ μὴ β. Olymp.<i>in Phd</i>.70. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[βωμολόχος]], -ον)<br />αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη [[γλώσσα]] με αισχρολογίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει [[κρέας]] από το [[σφάγιο]] της θυσίας<br /><b>2.</b> όποιος χρησιμοποιεί χαμερπείς κολακείες ή πρόστυχα αστεία για να κερδίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βωμος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] «[[ενέδρα]]»]. | |||
}} | }} |