3,277,172
edits
(7) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[βωμολόχος]], -ον)<br />αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη [[γλώσσα]] με αισχρολογίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει [[κρέας]] από το [[σφάγιο]] της θυσίας<br /><b>2.</b> όποιος χρησιμοποιεί χαμερπείς κολακείες ή πρόστυχα αστεία για να κερδίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βωμος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] «[[ενέδρα]]»]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[βωμολόχος]], -ον)<br />αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη [[γλώσσα]] με αισχρολογίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει [[κρέας]] από το [[σφάγιο]] της θυσίας<br /><b>2.</b> όποιος χρησιμοποιεί χαμερπείς κολακείες ή πρόστυχα αστεία για να κερδίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βωμος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] «[[ενέδρα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βωμολόχος:''' ὁ ([[λοχάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αρχικά, [[κάποιος]] που παραμόνευε κοντά στους βωμούς για τα απομεινάρια φαγητού (κρέατος) που θα μπορούσε να βρει [[εκεί]], [[ένας]] [[μισοπεθαμένος]] από την [[πείνα]] [[ζητιάνος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κάποιος]] που θα έκανε οτιδήποτε πρόστυχο και χαμερπές για να βρει [[φαγητό]], για να κερδίσει τα προς το ζην, αναίσχυντος, [[χαμερπής]] [[γελωτοποιός]], σε Αριστοφ.· ως επίθ., <i>βωμολόχον τι ἐξευρεῖν</i>, [[εφευρίσκω]] κάποιο πρόστυχο [[παιχνίδι]], [[τέχνασμα]], [[κόλπο]], στον ίδ.· λέγεται για τη χυδαία, την άσεμνη [[μουσική]], στον ίδ. | |||
}} | }} |