Anonymous

ἐμποδοστάτης: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> LXX 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud.
|dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> LXX 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμποδοστάτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται [[μέσα]] στα πόδια άλλου, που αποτελεί [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> [[θορυβοποιός]], [[ταραξίας]].
}}
}}