Anonymous

ἐμποδοστάτης: Difference between revisions

From LSJ
big3_14
(6_19)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποδοστάτης''': -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.
|lstext='''ἐμποδοστάτης''': -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> LXX 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud.
}}
}}