Anonymous

ἐμπλοκή: Difference between revisions

From LSJ
11
(T22)
(11)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[see]] ἐν, III:3), ἐμπλοκῆς, ἡ, ([[ἐμπλέκω]]), an interweaving, braiding, a [[knot]]: [[τριχῶν]] (Lachmann omits), an [[elaborate]] [[gathering]] of the [[hair]] [[into]] knots, Vulg. capillatura, (A. V. plaiting), [[κόμης]], Strabo 17, p. 828).
|txtha=([[see]] ἐν, III:3), ἐμπλοκῆς, ἡ, ([[ἐμπλέκω]]), an interweaving, braiding, a [[knot]]: [[τριχῶν]] (Lachmann omits), an [[elaborate]] [[gathering]] of the [[hair]] [[into]] knots, Vulg. capillatura, (A. V. plaiting), [[κόμης]], Strabo 17, p. 828).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐμπλοκή]])<br />[[προσαρμογή]] ή [[συνένωση]] με [[πλοκή]], με [[πλέξιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να εμπλακεί, να αναμιχθεί [[κάποιος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> η πρώτη [[φάση]] της μάχης [[αμέσως]] [[μετά]] την [[επαφή]] με τον εχθρό<br /><b>3.</b> προσωρινή [[παύση]] λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού χειρισμού<br /><b>4.</b> αιφνίδια [[εμφάνιση]] δυσκολίας σε συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις που οδηγεί σε [[διακοπή]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πλέξιμο]] τών μαλλιών<br /><b>2.</b> [[βόστρυχος]], [[πλεξούδα]]<br /><b>3.</b> (για ρίζες δέντρου) [[μπέρδεμα]].
}}
}}