Anonymous

ἐμπλοκή: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐμπλοκή]])<br />[[προσαρμογή]] ή [[συνένωση]] με [[πλοκή]], με [[πλέξιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να εμπλακεί, να αναμιχθεί [[κάποιος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> η πρώτη [[φάση]] της μάχης [[αμέσως]] [[μετά]] την [[επαφή]] με τον εχθρό<br /><b>3.</b> προσωρινή [[παύση]] λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού χειρισμού<br /><b>4.</b> αιφνίδια [[εμφάνιση]] δυσκολίας σε συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις που οδηγεί σε [[διακοπή]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πλέξιμο]] τών μαλλιών<br /><b>2.</b> [[βόστρυχος]], [[πλεξούδα]]<br /><b>3.</b> (για ρίζες δέντρου) [[μπέρδεμα]].
|mltxt=η (AM [[ἐμπλοκή]])<br />[[προσαρμογή]] ή [[συνένωση]] με [[πλοκή]], με [[πλέξιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να εμπλακεί, να αναμιχθεί [[κάποιος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> η πρώτη [[φάση]] της μάχης [[αμέσως]] [[μετά]] την [[επαφή]] με τον εχθρό<br /><b>3.</b> προσωρινή [[παύση]] λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού χειρισμού<br /><b>4.</b> αιφνίδια [[εμφάνιση]] δυσκολίας σε συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις που οδηγεί σε [[διακοπή]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πλέξιμο]] τών μαλλιών<br /><b>2.</b> [[βόστρυχος]], [[πλεξούδα]]<br /><b>3.</b> (για ρίζες δέντρου) [[μπέρδεμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπλοκή:''' ἡ<b class="num">1)</b> плетение, заплетание ([[τριχῶν]] NT);<br /><b class="num">2)</b> обхватывание Polyb., Plut.
}}
}}