Anonymous

ἐπιβατός: Difference between revisions

From LSJ
13
(13)
(13)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπίβατος, -ον (Μ)<br />[[προσιτός]].
|mltxt=ἐπίβατος, -ον (Μ)<br />[[προσιτός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβατός]], -ή, -όν και -ός, -όν (Α) [[επιβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[προσιτός]] («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι»)<br /><b>2.</b> [[λείος]], [[ομαλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που πείθεται με δώρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παίων [[ἐπιβατός]]» — [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελούνταν από [[πέντε]] μακρόχρονες συλλαβές.
}}
}}