Anonymous

ἐπιβατός: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβατός]], -ή, -όν και -ός, -όν (Α) [[επιβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[προσιτός]] («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι»)<br /><b>2.</b> [[λείος]], [[ομαλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που πείθεται με δώρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παίων [[ἐπιβατός]]» — [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελούνταν από [[πέντε]] μακρόχρονες συλλαβές.
|mltxt=[[ἐπιβατός]], -ή, -όν και -ός, -όν (Α) [[επιβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[προσιτός]] («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι»)<br /><b>2.</b> [[λείος]], [[ομαλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που πείθεται με δώρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παίων [[ἐπιβατός]]» — [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελούνταν από [[πέντε]] μακρόχρονες συλλαβές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβᾰτός:''' -ή, -όν ([[ἐπιβαίνω]]), αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον ανέβει, προσπελάσιμος, [[προσιτός]], σε Ηρόδ.· <i>χρυσίῳ ἐπ</i>., [[καταδεκτικός]], [[επιρρεπής]] στη [[δωροδοκία]], σε Πλούτ.
}}
}}