Anonymous

ἐπιτέρπομαι: Difference between revisions

From LSJ
14
(SL_1)
(14)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐτέρπομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[delight]] in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)
|sltr=<b>ἐπῐτέρπομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[delight]] in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτέρπομαι]]) [[τέρπομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπιτέρπομαι]] εἴς τι» — [[χαίρω]], ευχαριστιέμαι για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[δοκιμάζω]] [[ευχαρίστηση]], [[χαίρομαι]] («[[ἄλλος]] ἄλλοισιν [[ἀνήρ]] ἐπιτέρπεται ἔργοις», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}