Anonymous

ἐπῳδός: Difference between revisions

From LSJ
3,330 bytes added ,  29 September 2017
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui chante des paroles magiques pour guérir une blessure ; <i>abs.</i> qui charme par des paroles magiques, qui sert de charme <i>ou</i> d’amulette contre, gén. ; secourable ; <i>abs.</i> enchanteur, magicien;<br /><b>II. 1</b> chanté;<br /><b>2</b> appelé, nommé d’après, faisant allusion à;<br /><b>III.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ὁ [[ἐπῳδός]] le second vers (iambique dimètre) d’un couplet de deux vers, dont le 1<sup>er</sup> est un iambique trimètre : τὰ ἐπῳδά (ἔπη) PLUT couplets de deux vers;<br /><b>2</b> refrain à la fin des couplets d’un chant ; <i>fig.</i> bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ᾠδή]].
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui chante des paroles magiques pour guérir une blessure ; <i>abs.</i> qui charme par des paroles magiques, qui sert de charme <i>ou</i> d’amulette contre, gén. ; secourable ; <i>abs.</i> enchanteur, magicien;<br /><b>II. 1</b> chanté;<br /><b>2</b> appelé, nommé d’après, faisant allusion à;<br /><b>III.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ὁ [[ἐπῳδός]] le second vers (iambique dimètre) d’un couplet de deux vers, dont le 1<sup>er</sup> est un iambique trimètre : τὰ ἐπῳδά (ἔπη) PLUT couplets de deux vers;<br /><b>2</b> refrain à la fin des couplets d’un chant ; <i>fig.</i> bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ᾠδή]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπῳδός]]<br />Α και επίθ. ἐπῳδὸς, -όν)<br /><b>1.</b> μετρικό και ρυθμιστικό [[σύστημα]] ποιητικής σύνθεσης το οποίο άδεται [[μετά]] τη [[στροφή]] και την [[αντιστροφή]] (π.χ. στους <i>Επινίκους</i> του Πινδάρου και στα χορικά άσματα τών τραγωδιών)<br /><b>2.</b> (στην [[ορολογία]] της αρχαίας και ως αρσ.)<br /><i>ὁ [[ἐπῳδός]], [[στίχος]] ή [[φράση]] που παρεμβάλλεται με συχνή [[περιοδικότητα]] σε ευρύτερη ποιητική [[σύνθεση]]<br /><b>3.</b> [[λόγος]], [[φράση]] που επαναλαμβάνεται [[συχνά]] ή στερεότυπα από κάποιον<br /><b>4.</b> ο [[δεύτερος]] [[στίχος]] σε [[δίστιχο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />σύντομη [[φράση]] η οποία κλείνει ρυθμικά συστήματα ποιητικών ή μουσικών συνθέσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιεί ή περιέχει μαγικές φράσεις για [[θεραπεία]] ασθενειών, [[κυρίως]] τραυμάτων («ἐπῳδοὶ μῡθοι» — ξόρκια, θεραπευτικές ευχές, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[συνοδεία]] μουσικών οργάνων («ἐπῳδοί φωναί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] να γίνει [[τραγούδι]] («ποιητικὴν ἐπῳδὸν παρέχειν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται σύμφωνα με [[κάτι]] («μορφῆς ἐπῳδὸν ἢ τί;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπῳδός]]<br />α) [[μάγος]] («ἐπῳδὸς καὶ [[γόης]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) αυτός που μαγεύει, καταπραΰνει κάποιον ή [[κάτι]] («ἔθυσεν αὑτοῡ παῑδα ἐπῳδὸν Θρηικίων ἀημάτων» — θυσίασε την [[κόρη]] του για να κατασιγάσει τους βοριάδες, <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) [[βοηθός]], [[δάσκαλος]], [[καθοδηγητής]] («ἐπῳδὸς [[γίγνεσθαι]] τοῑς νέοις πρὸς ἀρετήν», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[γιατρός]], [[θεραπευτής]] («νοσῶν ἀνὴρ νοσοῡντι ἐπῳδὸς ἐστι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (αρσ. πληθ. ή ουδ. πληθ.) <i>οἱ ἐπῳδοί</i> ή <i>τὰ ἐπῳδά</i><br />δίστιχα με βραχύτερο τον δεύτερο στίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αείδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fείδ</i>-<i>ω</i> «[[ψάλλω]]»)<br /><b>βλ.</b> και [[επωδή]]].
}}
}}