ἐπῳδός

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῳδός Medium diacritics: ἐπῳδός Low diacritics: επωδός Capitals: ΕΠΩΔΟΣ
Transliteration A: epōidós Transliteration B: epōdos Transliteration C: epodos Beta Code: e)pw|do/s

English (LSJ)

ἐπῳδόν, (ἐπᾴδω)
A singing to or singing over, using songs or charms to heal wounds, ἐπῳδοὶ μῦθοι Pl.Lg.903b.
b Subst., enchanter, ἐ. καὶ γόης E.Hipp. 1038 (but γόης ἐπῳδός Ba.234): c. gen., a charm for or against, ἔθυσεν αὑτοῦ παῖδα ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων A.Ag.1418; ἐ. τῶν τοιούτων one to charm away such fears, Pl.Phd.78a.
c c. dat., assisting, profitable, ἐ. γίγνεσθαι νέοις πρὸς ἀρετήν Id.Lg.671a; δυσπραξίᾳ ληφθεὶς ἐ. ἐστι τῷ πειρωμένῳ Trag.Adesp.364.4.
2 Pass., sung to music, φωναί Plu.2.622d; fit for singing, ποιητικὴν ἐ. παρέχειν S.E.M.6.16.
b sung after or said after, μορφῆς ἐπῳδόν called after this form, E. Hec.1272.
II in Metre, as substantive,
1 ἐπῳδός, ἡ, Sch.metr. Pi.O.4 (ὁ, Gal.UP17.3, dub. in D.H.Comp.19), epode, part of a lyric ode sung after the strophe and antistrophe, ib.26, Gal. l.c., Sch.metr. Pi.l.c., etc.
2 ἐπῳδός, ὁ, verse or passage returning at intervals, in Alcaics and Sapphics, D.H.Comp.19; chorus, burden, refrain, Ph. 1.312: metaph., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπῳδός = the 'old story', Plu.2.507e.
b shorter verse of a couplet, as in the metres invented by Archilochus, Hermog.Inv.4.4: hence of short poems written in such metres, ἐπῳδοί Heph.Poëm.7.2; ἐπῳδά Plu.2.1141a.

Wikipedia EN

An epode is the third part of an ode that follows the strophe and the antistrophe and completes the movement. At a certain point in time the choirs, which had previously chanted to right of the altar or stage, and then to left of it, combined and sang in unison, or permitted the coryphaeus to sing for them all, while standing in the centre. With the appearance of Stesichorus and the evolution of choral lyric, a learned and artificial kind of poetry began to be cultivated in Greece, and a new form, the epode-song, came into existence. It consisted of a verse of iambic trimeter, followed by a verse of iambic dimeter, and it is reported that, although the epode was carried to its highest perfection by Stesichorus, an earlier poet, Archilochus, was really the inventor of this form.

German (Pape)

[Seite 1015] dazu singend, bes. Zauber- oder Bannsprüche bei Krankheiten, die den Schmerz stillen od. die Krankheit heilen (besprechen), ἐπῳδῶν προσδεῖσθαι μύθων Plat. Legg. X, 903 b; vgl. IL, 671 a; übh. Zaubermittel, ὃς ἔθυσεν αὑτοῦ π αῖδα ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων, als Zaubermittel gegen die thracischen Stürme, um die Stürme abzuwehren, Aesch. Ag. 1392, μορφῆς ἐπῳδόν, ein Schimpfwort auf die Gestalt, Eur. Hec. 1258. Oft als subst., – a) ὁ, Zauberer, Beschwörer, der durch übernatürliche, geheime Mittel Etwas zu bewirken sucht, καὶ γόης Eur. Hipp. 1038; Bacch. 235; bes. der mit.Zaubersprüchen heilt, übh. Arzt, Plat. u. Sp., δυσπραξίᾳ ληφθεὶς ἐπῳδός ἐστι τῷ πειρωμένῳ, p. bei Plut. de ad. et. am. discr. 8, ein Unglücklicher ist des andern Tröster. – hl ἡ ἐπῳδός, Nach-od. Schlußgesang, der Teil eines lyrischen Gedichtes, welcher auf die Strophe u. Gegenstrophe folgt. D. Hal. C. V. 19 u. a. Gramm. Die meisten Gedichte des Pindar u. viele Chorgesänge der Dramatiker sind Beispiele von solchen Gedichten, die deshalb ἐπῳδικά, τά, hießen. – c) ὁ, ein kurzer Vers, der auf einen längern folgt, Hephaest., wie Archil. zuerst auf einen längern jambischen Vers einen Dimeter folgen ließ, daher solche Gedichte ἐπῳδά hießen, Plut. de music. 28. – Auch ein in einem Gedichte nach gewissen Zwischenräumen wiederkehrender Vers hieß so, Refrain, vgl. Theocr. 1, 2; Bion. 1; Hosch. 3. – Dah. übertr., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπῳδός Plut. de garrul. 11, der gewöhnliche Refrain bei der Geschwätzigkeit, was die Schwätzer immer hinzuzusetzen pflegen. – Aber ἡ μουσικὴ τὴν ποιητικὴν π οιεῖ ἐπῳδόν = singbar, S. Emp. adv. mus. 16.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
I. qui chante des paroles magiques pour guérir une blessure ; abs. qui charme par des paroles magiques, qui sert de charme ou d'amulette contre, gén. ; secourable ; abs. enchanteur, magicien;
II. 1 chanté;
2 appelé, nommé d'après, faisant allusion à;
III. subst.
1ἐπῳδός le second vers (iambique dimètre) d'un couplet de deux vers, dont le 1er est un iambique trimètre : τὰ ἐπῳδά (ἔπη) PLUT couplets de deux vers;
2 refrain à la fin des couplets d'un chant ; fig. bavardage.
Étymologie: ἐπί, ᾠδή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῳδός:
1 зачаровывающий, исцеляющий магическими заклинаниями (μῦθοι Plat.);
2 целебный, оказывающий помощь, полезный (τινι πρὸς ἀρετήν Plat.);
3 утешающий, дающий успокоение: ἐ. τινι εἶναι Plut. служить утешением кому-л.; θῦσαί τινα ἐπῳδόν τινος Aesch. принести кого-л. в жертву для умилостивления кого-л.;
4 выражаемый в песне, пропетый (φωναί Plut.): ὄνομα μορφῆς ἐπῳδόν - v.l. ἐπώνυμον Eur. имя, данное в соответствии с наружностью.
II
1 заклинатель, волшебник, чародей (ἐ. καὶ γόης Eur., Plat.);
2 стих. эпод, припев (второй стих ямбического двустишия, состоящего из триметра и диметра).
III ἡ стих. эпод (третья часть хора - после строфы и антистрофы).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπῳδός: -όν, (ἐπᾴδῳ) ὁ ᾄδων πρός τι ἢ ἐπί τινος, μεταχειριζόμενος λέξεις ἢ μαγικὰ μέσα πρὸς θεραπείαν τραυμάτων πρὸ πάντων, ἐπῳδοὶ μῦθοι Πλάτ. Νόμ. 903Β. β) ὡς οὐσιαστ., μάγος, ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ γόης, Εὐρ. Ἱππ. 1038, Βάκχ. 234· μετὰ γεν., ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων, ἐπῳδὸν πρὸς παῦσιν τῶν Θρακίων ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1418· ἐπ. τῶν τοιούτων Πλάτ. Φαίδ. 78Α: - μετὰ δοτ., συντελεστικός, ὠφέλιμος, ἐπ. γίγνεσθαι τοῖς νέοις πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 671Α· νοσῶν ἀνὴρ νοσοῦντι... ἐπ. ἐστι, εἶναι παρηγορία, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 51Ε. 2) Παθ., πρὸς μουσικὴν ᾀδόμενος, φωναὶ Πλούτ. 2. 622D· κατάλληλος δι’ ᾆσμα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 16. β) ὁ ᾀδόμενος ἢ λεγόμενος συμφώνως πρός τι, μορφῆς ἐπῳδὸν (ἐπώνυμόν τι Ναύκιος) ἢ τι...; Εὐρ. Ἑκ. 1272. ΙΙ. ἐν τῇ μετρ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἐπῳδός, ἡ, (σπαν. ἀρσεν., Ἡφαιστ. σ. 129) ἡ μετὰ τὴν ᾠδήν, μέρος λυρικῆς ᾠδῆς ᾀδόμενον μετὰ τὴν στροφὴν καὶ ἀντιστροφήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 19. 2) ἐπῳδός, ὁ, ὁ κατὰ πυκνὰ διαλείμματα ἐπαναλαμβανόμενος στίχος ἔν τισι ποιήμασιν ὡς ἐν Θεοκρ. 1. 64 κἑξ. «ἄρχετε βωκολικᾶς, Μῶσαι φίλαι, ἄρχετ’ ἀοιδᾶς»: ἐν Βίωνι 1, «αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν ἔρωτες»: ἐν Μόσχῳ 3, «ἄρχετε Σικελικαὶ τῶ πένθεος ἄρχετε μοῖσαι»: - μεταφ., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπ., ὁ ἀεὶ ἐπαναλαμβανόμενος λόγος, Πλούτ. 2. 507Ε. β) δύο στίχων ὁ βραχύτερος, Ἰαμβικὸς δίμετρος ἑπόμενος τριμέτρῳ, ἐπινοηθεὶς ὑπὸ Ἀρχιλόχου καὶ ἐν χρήσει παρ’ Ὁρατίῳ· ἐντεῦθεν μικρὰ ποιήματα γεγραμμένα εἰς τοῦτο τὸ μέτρον ἢ εἰς παρόμοια μέτρα ἐκαλοῦντο ἐπῳδοὶ Ἡφαιστ. 12. 1, ἐπῳδὰ Πλούτ. 2. 1141Α.

Greek Monolingual

η (AM ἐπῳδός
Α και επίθ. ἐπῳδὸς, -όν)
1. μετρικό και ρυθμιστικό σύστημα ποιητικής σύνθεσης το οποίο άδεται μετά τη στροφή και την αντιστροφή (π.χ. στους Επινίκους του Πινδάρου και στα χορικά άσματα τών τραγωδιών)
2. (στην ορολογία της αρχαίας και ως αρσ.)
ἐπῳδός, στίχος ή φράση που παρεμβάλλεται με συχνή περιοδικότητα σε ευρύτερη ποιητική σύνθεση
3. λόγος, φράση που επαναλαμβάνεται συχνά ή στερεότυπα από κάποιον
4. ο δεύτερος στίχος σε δίστιχο
μσν.- νεοελλ.
σύντομη φράση η οποία κλείνει ρυθμικά συστήματα ποιητικών ή μουσικών συνθέσεων
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που χρησιμοποιεί ή περιέχει μαγικές φράσεις για θεραπεία ασθενειών, κυρίως τραυμάτων («ἐπῳδοὶ μῡθοι» — ξόρκια, θεραπευτικές ευχές, Πλάτ.)
2. κατάλληλος να έχει συνοδεία μουσικών οργάνων («ἐπῳδοί φωναί», Πλούτ.)
3. κατάλληλος να γίνει τραγούδι («ποιητικὴν ἐπῳδὸν παρέχειν», Σέξτ. Εμπ.)
4. αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται σύμφωνα με κάτι («μορφῆς ἐπῳδὸν ἢ τί;», Ευρ.)
5. το αρσ. ως ουσ.ἐπῳδός
α) μάγος («ἐπῳδὸς καὶ γόης», Ευρ.)
β) αυτός που μαγεύει, καταπραΰνει κάποιον ή κάτι («ἔθυσεν αὑτοῦ παῑδα ἐπῳδὸν Θρηικίων ἀημάτων» — θυσίασε την κόρη του για να κατασιγάσει τους βοριάδες, Αισχύλ.)
γ) βοηθός, δάσκαλος, καθοδηγητής («ἐπῳδὸς γίγνεσθαι τοῖς νέοις πρὸς ἀρετήν», Πλάτ.)
δ) γιατρός, θεραπευτής («νοσῶν ἀνὴρ νοσοῦν τι ἐπῳδὸς ἐστι», Πλούτ.)
6. (αρσ. πληθ. ή ουδ. πληθ.) οἱ ἐπῳδοί ή τὰ ἐπῳδά
δίστιχα με βραχύτερο τον δεύτερο στίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ῳδός (< αείδω < α-Fείδ-ω «ψάλλω»)
βλ. και επωδή].

Greek Monotonic

ἐπῳδός: -όν (ἐπᾴδω
I. 1. καθετί που λέγεται επανειλημμένα· ως ουσ., μάγος, σαγηνευτής, σε Ευρ.· με γεν., αυτό που ενεργεί, που δρα ως ξόρκι, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. Παθ., αυτό που άδεται, τραγουδιέται, ψάλλεται· μορφῆς ἐπῳδόν, καλείται, ονομάζεται έτσι από την μορφή του, σε Ευρ.
II. στη Μετρική, ἐπῳδός, , στροφή, στίχος ή αποστροφή ανά διαστήματα, επωδός, επαναλαμβανόμενος στίχος, ρεφραίν, όπως σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπᾴδω
I. singing to or over: as substantive an enchanter, Eur.: c. gen. acting as a charm for or against, Aesch., Plat.
2. pass. sung or said after, μορφῆς ἐπῳδόν called after this form, Eur.
II. in metre, ἐπῳδός, ὁ, a verse or passage returning at intervals, a chorus, burden, refrain, as in Theocr. 1.

English (Woodhouse)

enchanter, sorcerer, charm against

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μάγος. Μέρος λυρικῆς ᾠδῆς πού ψάλλεται μετά τή στροφή καί τήν ἀντιστροφή). Ἀπό τό ἐπαοιδός (ἐπί + ἄδω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄιδω -ᾄδω.

Translations

profitable

Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний