Anonymous

ἐπῳδός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπῳδός''': -όν, (ἐπᾴδῳ) ὁ ᾄδων [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, μεταχειριζόμενος λέξεις ἢ μαγικὰ μέσα πρὸς θεραπείαν τραυμάτων πρὸ πάντων, ἐπῳδοὶ μῦθοι Πλάτ. Νόμ. 903Β. β) ὡς οὐσιαστ., μάγος, ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[γόης]], Εὐρ. Ἱππ. 1038, Βάκχ. 234· [[μετὰ]] γεν., ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων, ἐπῳδὸν πρὸς παῦσιν τῶν Θρακίων ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1418· ἐπ. τῶν τοιούτων Πλάτ. Φαίδ. 78Α: - [[μετὰ]] δοτ., [[συντελεστικός]], [[ὠφέλιμος]], ἐπ. γίγνεσθαι τοῖς νέοις πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 671Α· νοσῶν ἀνὴρ νοσοῦντι... ἐπ. ἐστι, [[εἶναι]] [[παρηγορία]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 51Ε. 2) Παθ., πρὸς μουσικὴν ᾀδόμενος, φωναὶ Πλούτ. 2. 622D· [[κατάλληλος]] δι’ ᾆσμα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 16. β) ὁ ᾀδόμενος ἢ λεγόμενος [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, μορφῆς ἐπῳδὸν (ἐπώνυμόν τι Ναύκιος) ἢ τι...; Εὐρ. Ἑκ. 1272. ΙΙ. ἐν τῇ μετρ. ὡς οὐσιαστ., 1) [[ἐπῳδός]], ἡ, (σπαν. ἀρσεν., Ἡφαιστ. σ. 129) ἡ [[μετὰ]] τὴν ᾠδήν, [[μέρος]] λυρικῆς ᾠδῆς ᾀδόμενον [[μετὰ]] τὴν στροφὴν καὶ ἀντιστροφήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 19. 2) [[ἐπῳδός]], ὁ, ὁ κατὰ πυκνὰ διαλείμματα ἐπαναλαμβανόμενος [[στίχος]] ἔν τισι ποιήμασιν ὡς ἐν Θεοκρ. 1. 64 κἑξ. «ἄρχετε βωκολικᾶς, Μῶσαι φίλαι, ἄρχετ’ ἀοιδᾶς»: ἐν Βίωνι 1, «[[αἰάζω]] τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν ἔρωτες»: ἐν Μόσχῳ 3, «ἄρχετε Σικελικαὶ τῶ πένθεος ἄρχετε μοῖσαι»: - μεταφ., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπ., ὁ ἀεὶ ἐπαναλαμβανόμενος [[λόγος]], Πλούτ. 2. 507Ε. β) δύο στίχων ὁ βραχύτερος, Ἰαμβικὸς [[δίμετρος]] ἑπόμενος τριμέτρῳ, ἐπινοηθεὶς ὑπὸ Ἀρχιλόχου καὶ ἐν χρήσει παρ’ Ὁρατίῳ· [[ἐντεῦθεν]] μικρὰ ποιήματα γεγραμμένα εἰς τοῦτο τὸ [[μέτρον]] ἢ εἰς παρόμοια μέτρα ἐκαλοῦντο ἐπῳδοὶ Ἡφαιστ. 12. 1, ἐπῳδὰ Πλούτ. 2. 1141Α.
|lstext='''ἐπῳδός''': -όν, (ἐπᾴδῳ) ὁ ᾄδων [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, μεταχειριζόμενος λέξεις ἢ μαγικὰ μέσα πρὸς θεραπείαν τραυμάτων πρὸ πάντων, ἐπῳδοὶ μῦθοι Πλάτ. Νόμ. 903Β. β) ὡς οὐσιαστ., μάγος, ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[γόης]], Εὐρ. Ἱππ. 1038, Βάκχ. 234· [[μετὰ]] γεν., ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων, ἐπῳδὸν πρὸς παῦσιν τῶν Θρακίων ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1418· ἐπ. τῶν τοιούτων Πλάτ. Φαίδ. 78Α: - [[μετὰ]] δοτ., [[συντελεστικός]], [[ὠφέλιμος]], ἐπ. γίγνεσθαι τοῖς νέοις πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 671Α· νοσῶν ἀνὴρ νοσοῦντι... ἐπ. ἐστι, [[εἶναι]] [[παρηγορία]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 51Ε. 2) Παθ., πρὸς μουσικὴν ᾀδόμενος, φωναὶ Πλούτ. 2. 622D· [[κατάλληλος]] δι’ ᾆσμα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 16. β) ὁ ᾀδόμενος ἢ λεγόμενος [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, μορφῆς ἐπῳδὸν (ἐπώνυμόν τι Ναύκιος) ἢ τι...; Εὐρ. Ἑκ. 1272. ΙΙ. ἐν τῇ μετρ. ὡς οὐσιαστ., 1) [[ἐπῳδός]], ἡ, (σπαν. ἀρσεν., Ἡφαιστ. σ. 129) ἡ [[μετὰ]] τὴν ᾠδήν, [[μέρος]] λυρικῆς ᾠδῆς ᾀδόμενον [[μετὰ]] τὴν στροφὴν καὶ ἀντιστροφήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 19. 2) [[ἐπῳδός]], ὁ, ὁ κατὰ πυκνὰ διαλείμματα ἐπαναλαμβανόμενος [[στίχος]] ἔν τισι ποιήμασιν ὡς ἐν Θεοκρ. 1. 64 κἑξ. «ἄρχετε βωκολικᾶς, Μῶσαι φίλαι, ἄρχετ’ ἀοιδᾶς»: ἐν Βίωνι 1, «[[αἰάζω]] τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν ἔρωτες»: ἐν Μόσχῳ 3, «ἄρχετε Σικελικαὶ τῶ πένθεος ἄρχετε μοῖσαι»: - μεταφ., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπ., ὁ ἀεὶ ἐπαναλαμβανόμενος [[λόγος]], Πλούτ. 2. 507Ε. β) δύο στίχων ὁ βραχύτερος, Ἰαμβικὸς [[δίμετρος]] ἑπόμενος τριμέτρῳ, ἐπινοηθεὶς ὑπὸ Ἀρχιλόχου καὶ ἐν χρήσει παρ’ Ὁρατίῳ· [[ἐντεῦθεν]] μικρὰ ποιήματα γεγραμμένα εἰς τοῦτο τὸ [[μέτρον]] ἢ εἰς παρόμοια μέτρα ἐκαλοῦντο ἐπῳδοὶ Ἡφαιστ. 12. 1, ἐπῳδὰ Πλούτ. 2. 1141Α.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui chante des paroles magiques pour guérir une blessure ; <i>abs.</i> qui charme par des paroles magiques, qui sert de charme <i>ou</i> d’amulette contre, gén. ; secourable ; <i>abs.</i> enchanteur, magicien;<br /><b>II. 1</b> chanté;<br /><b>2</b> appelé, nommé d’après, faisant allusion à;<br /><b>III.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ὁ [[ἐπῳδός]] le second vers (iambique dimètre) d’un couplet de deux vers, dont le 1<sup>er</sup> est un iambique trimètre : τὰ ἐπῳδά (ἔπη) PLUT couplets de deux vers;<br /><b>2</b> refrain à la fin des couplets d’un chant ; <i>fig.</i> bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ᾠδή]].
}}
}}