3,258,334
edits
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />interrogatif ; <i>t. de gramm.</i> τὸ [[ὄνομα]] ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρώτημα]]. | |btext=ή, όν :<br />interrogatif ; <i>t. de gramm.</i> τὸ [[ὄνομα]] ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρώτημα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρωτηματικός]], -ή, -όν) [[ερώτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικλείει [[ερώτηση]], αυτός που αναφέρεται σε [[ερώτηση]] («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[έκφραση]] απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ερωτηματικό</i><br />το [[σημείο]] στίξης [;] που μπαίνει στο [[τέλος]] της πρότασης η οποία εκφράζει [[ερώτηση]]<br /><b>2.</b> α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική [[λύση]] («όλη αυτή η [[υπόθεση]] [[είναι]] ένα μεγάλο ερωτηματικό»)<br />β) για πρόσωπα τών οποίων ο [[εσωτερικός]] [[κόσμος]] [[είναι]] τόσο [[μυστηριώδης]] ώστε δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ένα ερωτηματικό»). | |||
}} | }} |