Anonymous

ἐρωτηματικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρωτηματικός''': -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.
|lstext='''ἐρωτηματικός''': -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />interrogatif ; <i>t. de gramm.</i> τὸ [[ὄνομα]] ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρώτημα]].
}}
}}