Anonymous

εὐκολία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> humeur accommodante, aménité;<br /><b>2</b> disposition favorable, souplesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκολος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> humeur accommodante, aménité;<br /><b>2</b> disposition favorable, souplesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκολος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκολία]], Μ και εὐκολιά) [[εύκολος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύκολου, η [[ευχέρεια]], η [[άνεση]] (α. «[[ευκολία]] στο [[γράψιμο]]» β. «[[εὐκολία]] πρὸς τὴν ποίησιν» — [[ικανότητα]], [[ευχέρεια]] στο να γράφει [[κάποιος]] στίχους, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[διευκόλυνση]], [[εκδούλευση]], [[εξυπηρέτηση]] («το [[κατάστημα]] κάνει ευκολίες στους πελάτες του»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχει την [[ευκολία]] του» — έχει αρκετούς χρηματικούς πόρους, ευπορεί<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ευκολίες</i><br />ανέσεις, [[αφθονία]] χρειωδών, ευχέρειες χρήσεως («το [[σπίτι]] έχει πολλές ευκολίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπολαιότητα]], [[αυθορμητισμός]]<br /><b>2.</b> (για ψυχική [[διάθεση]]) καλή [[διάθεση]], [[φιλοφροσύνη]], [[ευχαρίστηση]](«βουλόμενος εὐκολίαν ἐπιδείκνυσθαι καὶ φιλοφροσύνην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[εύκολος]] στα σχετικά με την [[τροφή]] («τῆς δἐ περὶ τὴν δίαιταν εὐκολίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[ελαφρότητα]] και [[ευχέρεια]] στην [[κίνηση]], [[ευκινησία]]<br /><b>3.</b> προσαρμοστικότητα, [[ευπείθεια]], [[υπακοή]]<br /><b>4.</b> [[τάση]], [[προδιάθεση]]<br /><b>5.</b> καλή [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> [[σαφήνεια]] στη [[διδασκαλία]]<br /><b>7.</b> [[αστάθεια]], [[έλλειψη]] ισορροπίας<br /><b>8.</b> [[ευφράδεια]], [[καλλιέπεια]].
}}
}}