Anonymous

εὐκολία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκολία''': ἡ, ([[εὔκολος]]) [[κυρίως]] τὸ νὰ εἶναί τις [[εὔκολος]] εἰς τὰ ἀποβλέποντα τὴν τροφήν, Πλούτ. 2. 461C· ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. ὁ αὐτ. ἐν Καίσαρι 17: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) ἐπὶ ψυχικῶν διαθέσεων, [[αὐτάρκεια]], καλὴ [[διάθεσις]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, κτλ. 3) ἐπὶ τοῦ σώματος, [[εὐχέρεια]] καὶ [[ἐλαφρότης]] εἰς τὰς κινήσεις, [[εὐκινησία]], Πλάτ. Νόμ. 942D· μεταφ., [[εὐκολία]] πρὸς τὴν ποίησιν Πλουτ. Κικ. 40· εὐκ. πρήξιος Ἀνθ. Π. 7. 694.
|lstext='''εὐκολία''': ἡ, ([[εὔκολος]]) [[κυρίως]] τὸ νὰ εἶναί τις [[εὔκολος]] εἰς τὰ ἀποβλέποντα τὴν τροφήν, Πλούτ. 2. 461C· ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. ὁ αὐτ. ἐν Καίσαρι 17: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) ἐπὶ ψυχικῶν διαθέσεων, [[αὐτάρκεια]], καλὴ [[διάθεσις]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, κτλ. 3) ἐπὶ τοῦ σώματος, [[εὐχέρεια]] καὶ [[ἐλαφρότης]] εἰς τὰς κινήσεις, [[εὐκινησία]], Πλάτ. Νόμ. 942D· μεταφ., [[εὐκολία]] πρὸς τὴν ποίησιν Πλουτ. Κικ. 40· εὐκ. πρήξιος Ἀνθ. Π. 7. 694.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> humeur accommodante, aménité;<br /><b>2</b> disposition favorable, souplesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκολος]].
}}
}}