ἡγηλάζω: Difference between revisions

16
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[parallel]] [[form]] of [[ἡγέομαι]], w. acc., Od. 17.217 ; [[μόρον]], Od. 11.618. (Od.)
|auten=[[parallel]] [[form]] of [[ἡγέομαι]], w. acc., Od. 17.217 ; [[μόρον]], Od. 11.618. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡγηλάζω]] (Α)<br />(επικ. τ. του [[ηγούμαι]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[διευθύνω]] («[[κακός]] κακόν ἡγηλάζει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κακόν [[μόρον]] [[ἡγηλάζω]]» — ζω άσχημα, [[διάγω]] άθλια ζωή (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του [[ηγούμαι]], που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το <i>ελάω</i>, ποιητ. ενεστ. του [[ελαύνω]], [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άζω</i>. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. <i>ηγηλός</i>, <i>ηγήλη</i> και πιθανή [[επίδραση]] του τ. [[αγέλη]]].
}}
}}