ἡγηλάζω

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγηλάζω Medium diacritics: ἡγηλάζω Low diacritics: ηγηλάζω Capitals: ΗΓΗΛΑΖΩ
Transliteration A: hēgēlázō Transliteration B: hēgēlazō Transliteration C: igilazo Beta Code: h(ghla/zw

English (LSJ)

Ep. collat. form of ἡγέομαι, guide, lead, κακὸς κακὸν ἡγηλάζει Od.17.217; but κακὸν μόρον ἡ. lead a wretched life, 11.618; βίοτον βαρὺν ἡ. A.R.1.272; ἱερὸν γόον Orac. ap. Zos.1.57: for Arat.893, v. ὑφηγηλάζω.

German (Pape)

[Seite 1151] verstärkte ep. Form für ἡγέομαι (schwerlich richtig von Alten als eine Zusammensetzung von ἄγειν u. ἐλάω erkl.), führen, leiten; κακὸς κακον ἡγηλάζει Od. 17, 217; ἤ τινα καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις, ein schlimmes, trauriges Loos führen, tragen, erdulden, 11, 617, wonach Ap. Rh. sagt ἀλλ' ὑπὸ μητρυιῇ βίοτον βαρὺν ἡγηλάζει, 1, 272.

French (Bailly abrégé)

1 conduire, guider : τινά qqn;
2 p. ext. mener : κακὸν μόρον OD une vie misérable.
Étymologie: ἡγέομαι, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἡγηλάζω:
1 вести: κακὸς κακὸν ἡγηλάζει погов. Hom. злодей ведет злодея (ср. «рыбак рыбака …»);
2 вести, влачить, терпеть (κακὸν μόρον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡγηλάζω: Ἐπ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἡγέομαι, ὁδηγῶ, κακὸς κακὸν ἡγηλάζει Ὀδ. Ρ. 217· ἀλλὰ κακὸν μόρον ἡγ., ζῶ κακῶς διάγω ἀθλίαν ζωήν, Λ. 618· βίοτον βαρὺν ἡγ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 272· - περὶ τοῦ ἐν Ἀράτ. 893, ἴδε ὑφηγηλάζω.

English (Autenrieth)

parallel form of ἡγέομαι, w. acc., Od. 17.217 ; μόρον, Od. 11.618. (Od.)

Greek Monolingual

ἡγηλάζω (Α)
(επικ. τ. του ηγούμαι)
1. οδηγώ, διευθύνωκακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» — ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ηγούμαι, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ. ενεστ. του ελαύνω, κατά τα ρήματα σε -άζω. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. ηγηλός, ηγήλη και πιθανή επίδραση του τ. αγέλη].

Greek Monotonic

ἡγηλάζω: Επικ. ισοδύναμος τύπος του ἡγέομαι, οδηγώ, προπορεύομαι, προηγούμαι, σε Ομήρ. Οδ.· κακὸνμόρον ἡγηλάζω, διάγω άθλια ζωή, ζω κακώς, στο ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: lead, drag (κακὸν μόρον, βίοτον βαρύν etc.; λ 618, ρ 217, A. R. 1, 272, Arat. 893, Orac. ap. Zos. 1, 57).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Expressive enlargement of ἡγέομαι, perhaps with Bechtel Lex. s. v. through melting together with ἐλάω and ending after the productive verbs in -άζω, rather than with L. Meyer, Schwyzer 734, Risch 257, Chantraine Gramm. hom. 1, 338 through a noun *ἡγηλός, *ἡγήλη (but cf. ἀγέλη from ἄγω). See Ronconi Stud. itfilcl. N. S. 14, 184 on the meaning.

Middle Liddell

ἡγηλάζω,
to guide, lead, Od.; κακὸν μόρον ἡγ. to lead a wretched life, Od. [epic collat. form of ἡγέομαι,]

Frisk Etymology German

ἡγηλάζω: {hēgēlázō}
Grammar: v.
Meaning: führen, schleppen (κακὸν μόρον, βίοτον βαρύν usw.; λ 618, ρ 217, A. R. 1, 272, Arat. 893, Orac. ap. Zos. 1, 57).
Etymology : Expressive Erweiterung von ἡγέομαι, wohl eher mit Bechtel Lex. s. v. durch Zusammenschweißung mit ἐλάω und Ausgang nach den produktiven Verba auf -άζω als mit L. Meyer, Schwyzer 734, Risch 257, Chantraine Gramm. hom. 1, 338 u. A. durch Vermittlung eines Nomens *ἡγηλός, *ἡγήλη (vgl. immerhin ἀγέλη von ἄγω). Vgl. auch Ronconi Stud. itfilcl. N. S. 14, 184 (zur Bed.).
Page 1,622