Anonymous

ἡγηλάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡγηλάζω]] (Α)<br />(επικ. τ. του [[ηγούμαι]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[διευθύνω]] («[[κακός]] κακόν ἡγηλάζει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κακόν [[μόρον]] [[ἡγηλάζω]]» — ζω άσχημα, [[διάγω]] άθλια ζωή (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του [[ηγούμαι]], που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το <i>ελάω</i>, ποιητ. ενεστ. του [[ελαύνω]], [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άζω</i>. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. <i>ηγηλός</i>, <i>ηγήλη</i> και πιθανή [[επίδραση]] του τ. [[αγέλη]]].
|mltxt=[[ἡγηλάζω]] (Α)<br />(επικ. τ. του [[ηγούμαι]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[διευθύνω]] («[[κακός]] κακόν ἡγηλάζει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κακόν [[μόρον]] [[ἡγηλάζω]]» — ζω άσχημα, [[διάγω]] άθλια ζωή (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του [[ηγούμαι]], που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το <i>ελάω</i>, ποιητ. ενεστ. του [[ελαύνω]], [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άζω</i>. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. <i>ηγηλός</i>, <i>ηγήλη</i> και πιθανή [[επίδραση]] του τ. [[αγέλη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡγηλάζω:''' Επικ. [[ισοδύναμος]] [[τύπος]] του [[ἡγέομαι]], [[οδηγώ]], [[προπορεύομαι]], [[προηγούμαι]], σε Ομήρ. Οδ.· κακὸνμόρον [[ἡγηλάζω]], [[διάγω]] άθλια [[ζωή]], ζω [[κακώς]], στο ίδ.
}}
}}