θάλεια: Difference between revisions

16
(SL_1)
(16)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θᾰλεια</b> f. adj. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fruitful]] ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (N. 10.53)
|sltr=<b>θᾰλεια</b> f. adj. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fruitful]] ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (N. 10.53)
}}
{{grml
|mltxt=Θάλεια και θάλια, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η άφθονη, η πλούσια («μοῖραν θάλειαν» — πλούσια [[μερίδα]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανηγύρι]], [[ξεφάντωμα]]<br /><b>3.</b> [[τρυφερός]] [[βλαστός]] φυτού, ο [[θαλλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Θάλεια ἥβα» — η [[ακμή]] της νεότητας <b>(Βακχυλ.)</b><br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Θάλεια</i><br />α) μία από τις Μούσες<br />β) μία από τις Χάριτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του αμάρτυρου αρσ. τ. του επιθ. <i>θαλύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] «[[ευδιαθεσία]], [[χαρά]]» <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]].
}}
}}