Anonymous

θλαστικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_11)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θλαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.
|lstext='''θλαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θλάστ</i>-<i>ης</i> ή <i>θλαστ</i>-<i>ός</i>].
}}
}}