θλαστικός
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
θλαστική, θλαστικόν, able to crush, crushing, Arist.Pr.884b35.
German (Pape)
[Seite 1212] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
Russian (Dvoretsky)
θλαστικός: могущий раздавить, мнущий (πᾶσα πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θλαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστης ή θλαστός].