Anonymous

θλαστικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θλάστ</i>-<i>ης</i> ή <i>θλαστ</i>-<i>ός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θλάστ</i>-<i>ης</i> ή <i>θλαστ</i>-<i>ός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θλαστικός:''' могущий раздавить, мнущий ([[πᾶσα]] πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).
}}
}}