Anonymous

κακέμφατος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκέμφᾰτος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, κακόηχος, ἐπὶ λέξεων ὧν γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ αἰσχρᾶς, ἀτόπου ἢ διφορουμένης ἐννοίας, Quint. Instit. Rhet. 8. 3, 44, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 21. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 48, 426, κτλ. ΙΙ. = [[ἄδοξος]], [[δυσκλεής]], Ἡσύχ. ἐν λ. κάκην.
|lstext='''κᾰκέμφᾰτος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, κακόηχος, ἐπὶ λέξεων ὧν γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ αἰσχρᾶς, ἀτόπου ἢ διφορουμένης ἐννοίας, Quint. Instit. Rhet. 8. 3, 44, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 21. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 48, 426, κτλ. ΙΙ. = [[ἄδοξος]], [[δυσκλεής]], Ἡσύχ. ἐν λ. κάκην.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[κακέμφατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λόγους) αυτός που προξενεί κακή [[εντύπωση]], αυτός που έχει αισχρή [[σημασία]], [[άσεμνος]], [[απρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κακέμφατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[χρήση]] λέξεων ή συλλαβών στον λόγο από τις οποίες ή από την [[συνεκφορά]] τών οποίων προκύπτει αισχρή, άτοπη ή διφορούμενη [[έννοια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έμφατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐμφαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>έμφατος</i>, <i>απαρ</i>-<i>έμφατο</i>(<i>ς</i>)].
}}
}}