κακέμφατος
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
κακέμφατον,
A ill-sounding, improper, indecent, κακέμφατόν ἐστι τὸ "ὑπεξαίρεσις" Demetr.Lac.Herc. 1012.23; especially of words used in a vulgar or equivocal sense, Quint.8.3.44, Sch.Luc.Lex.21; τὸ κακέμφατον = equivocal meaning Sch.Ar.Ach.258, al. Adv. κακεμφάτως = with an unpleasant sound Sch.Ar. Ra.48,426, etc.
II = ἄδοξος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1298] übel klingend, bes. von übler, unanständiger Nebenbedeutung, nach Hesych. auch ἄδοξος, ἀκλεής, von üblem Ruf. – Adv. κακεμφάτως, Schol. Ar. Ran. 426 Eccl. 1040.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκέμφᾰτος: нехорошо звучащий, непристойный, вульгарный Quint.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκέμφᾰτος: -ον, κακῶς ἠχῶν, κακόηχος, ἐπὶ λέξεων ὧν γίνεται χρῆσις ἐπὶ αἰσχρᾶς, ἀτόπου ἢ διφορουμένης ἐννοίας, Quint. Instit. Rhet. 8. 3, 44, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 21. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 48, 426, κτλ. ΙΙ. = ἄδοξος, δυσκλεής, Ἡσύχ. ἐν λ. κάκην.
Greek Monolingual
-ο (AM κακέμφατος, -ον)
1. (για λόγους) αυτός που προξενεί κακή εντύπωση, αυτός που έχει αισχρή σημασία, άσεμνος, απρεπής
2. το ουδ. ως ουσ. το κακέμφατο(ν)
η χρήση λέξεων ή συλλαβών στον λόγο από τις οποίες ή από την συνεκφορά τών οποίων προκύπτει αισχρή, άτοπη ή διφορούμενη έννοια
αρχ.
κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -έμφατος (< ἐμφαίνω), πρβλ. ανέμφατος, απαρέμφατο(ς)].
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk