Anonymous

καίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ
18
(SL_1)
(18)
Line 10: Line 10:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[καίνυμαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[excel]], be [[distinguished]] (Πέλοπα) ἐλέφαντι φαιδίμον ὦμον κεκαδμένον (O. 1.27) κε]καδμεν[ (Π: ]καδεμεν[ Π&#774;{S}, v. 1. ?) P. Oxy. 2447 fr. 12.
|sltr=[[καίνυμαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[excel]], be [[distinguished]] (Πέλοπα) ἐλέφαντι φαιδίμον ὦμον κεκαδμένον (O. 1.27) κε]καδμεν[ (Π: ]καδεμεν[ Π&#774;{S}, v. 1. ?) P. Oxy. 2447 fr. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[καίνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] (α. «ἐκαίνυτο φῡλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» — ήταν ο [[ανώτερος]] απ' όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει [[πλοίο]], <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» — που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη [[μορφή]] και στ' [[ανάστημα]], <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>κεκασμένος</i> και δωρ. τ. [[κεκαδμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[ξεχωριστός]], διακεκριμένος («παντοίης ἀρετῆσι κεκασμένος ἐν Δαναοῑσιν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) στολισμένος, κεκοσμημένος («ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον» — ώμο στολισμένο με [[φίλντισι]], <b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>φρ.</b> «εὖ κεκασμένον [[δόρυ]]» — καλά οπλισμένη [[ομάδα]] ενόπλων (<b>Αισχ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπάν. τ. ενεργ.) «καινύτω» — νικάτω, ας υπερέχει (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητ. σχηματισμένο ενεστ. <span style="color: red;"><</span> παρακμ. [[κέκασμαι]] αναλογικά [[προς]] τα <i>δαίνυμαι</i>: <i>δέδασμαι</i>].
}}
}}