3,270,824
edits
(18) |
(5) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καίνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] (α. «ἐκαίνυτο φῡλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» — ήταν ο [[ανώτερος]] απ' όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει [[πλοίο]], <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» — που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη [[μορφή]] και στ' [[ανάστημα]], <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>κεκασμένος</i> και δωρ. τ. [[κεκαδμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[ξεχωριστός]], διακεκριμένος («παντοίης ἀρετῆσι κεκασμένος ἐν Δαναοῑσιν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) στολισμένος, κεκοσμημένος («ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον» — ώμο στολισμένο με [[φίλντισι]], <b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>φρ.</b> «εὖ κεκασμένον [[δόρυ]]» — καλά οπλισμένη [[ομάδα]] ενόπλων (<b>Αισχ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπάν. τ. ενεργ.) «καινύτω» — νικάτω, ας υπερέχει (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητ. σχηματισμένο ενεστ. <span style="color: red;"><</span> παρακμ. [[κέκασμαι]] αναλογικά [[προς]] τα <i>δαίνυμαι</i>: <i>δέδασμαι</i>]. | |mltxt=[[καίνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] (α. «ἐκαίνυτο φῡλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» — ήταν ο [[ανώτερος]] απ' όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει [[πλοίο]], <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» — που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη [[μορφή]] και στ' [[ανάστημα]], <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>κεκασμένος</i> και δωρ. τ. [[κεκαδμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[ξεχωριστός]], διακεκριμένος («παντοίης ἀρετῆσι κεκασμένος ἐν Δαναοῑσιν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) στολισμένος, κεκοσμημένος («ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον» — ώμο στολισμένο με [[φίλντισι]], <b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>φρ.</b> «εὖ κεκασμένον [[δόρυ]]» — καλά οπλισμένη [[ομάδα]] ενόπλων (<b>Αισχ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπάν. τ. ενεργ.) «καινύτω» — νικάτω, ας υπερέχει (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητ. σχηματισμένο ενεστ. <span style="color: red;"><</span> παρακμ. [[κέκασμαι]] αναλογικά [[προς]] τα <i>δαίνυμαι</i>: <i>δέδασμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καίνῠμαι:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐκαίνῠτο</i>, παρακ. [[κέκασμαι]], Δωρ. [[κέκαδμαι]] (ως ενεστ.)· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐκέκαστο]] (ως παρατ.)· αποθ., [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων [[νῆα]] κυβερνῆσαι, ξεπέρασε το είδος των ανθρώπων στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας, υπερείχε στην [[ρίψη]] του [[δόρατος]] [[ανάμεσα]] σ' όλους τους Έλληνες, στο ίδ.· ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] [[γνῶναι]], τους ξεπέρασε όλους στην [[γνώση]], στο ίδ.· [[ιδίως]], σε μτχ., <i>δόλοισι κεκασμένε</i>, [[εξαιρετικός]], [[άριστος]] στην [[πανουργία]], στο ίδ.· <i>τέχνῃσι κεκασμένος</i>, σε Ησίοδ.· <i>φρουραῖς κέκασται</i>, είναι [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |