Anonymous

κάλλαιον: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> crête de coq;<br /><b>2</b> jabot de coq;<br /><b>3</b> plumes de la queue du coq.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> crête de coq;<br /><b>2</b> jabot de coq;<br /><b>3</b> plumes de la queue du coq.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κάλλαιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[έπαρμα]] του ηθμοειδούς οστού, στο [[μέσον]] του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, [[πάνω]] στο οποίο προσφύεται η σκληρή [[μήνιγγα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σαρκώδης]] [[απόφυση]] της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, [[λειρί]], [[λοφίο]]<br /><b>2.</b> το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. [[χαρχάλι]]<br /><b>3.</b> τα φτερά της ουράς του πετεινού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κάλλος]], ενώ η [[σύνδεση]] με τους τ. [[καλάινος]], <i>καλῶ</i> δημιουργεί δυσχέρειες].
}}
}}