Anonymous

κάλλαιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλλαιον''': τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος [[σαρκώδης]] [[λόφος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ [[σαρκώδης]] [[αὐτοῦ]] [[πώγων]], Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ [[αὐτοῦ]], Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ [[τύπος]] κάλλεα ὑπῆρχεν [[ἄλλοτε]] ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν [[ταῦτα]] [[οὕτως]] [[ἕνεκα]] τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).
|lstext='''κάλλαιον''': τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος [[σαρκώδης]] [[λόφος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ [[σαρκώδης]] [[αὐτοῦ]] [[πώγων]], Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ [[αὐτοῦ]], Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ [[τύπος]] κάλλεα ὑπῆρχεν [[ἄλλοτε]] ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν [[ταῦτα]] [[οὕτως]] [[ἕνεκα]] τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> crête de coq;<br /><b>2</b> jabot de coq;<br /><b>3</b> plumes de la queue du coq.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]].
}}
}}