3,277,637
edits
(SL_1) |
(19) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κᾰμᾰτος</b> (-ου, -ῳ, -ον, -ων.) <br /> <b>1</b> [[effort]], [[trouble]] esp. in attaining an [[object]]. εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.103) καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι (P. 1.46) πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων (P. 2.19) ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων (P. 3.96) ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.47) θρῆνον ἄιε λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10) εἰ δέ [[τις]] [[ὄλβος]] ἐν ἀνθρώποισιν, [[ἄνευ]] καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) (Ἡρακλέα) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον (N. 1.70) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί [[τις]] κάματον θῆκεν (N. 8.50) “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.79) Κλεάνδρῳ [[τις]] ἁλικίᾳ τε [[λύτρον]] εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19. | |sltr=<b>κᾰμᾰτος</b> (-ου, -ῳ, -ον, -ων.) <br /> <b>1</b> [[effort]], [[trouble]] esp. in attaining an [[object]]. εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.103) καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι (P. 1.46) πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων (P. 2.19) ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων (P. 3.96) ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.47) θρῆνον ἄιε λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10) εἰ δέ [[τις]] [[ὄλβος]] ἐν ἀνθρώποισιν, [[ἄνευ]] καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) (Ἡρακλέα) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον (N. 1.70) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί [[τις]] κάματον θῆκεν (N. 8.50) “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.79) Κλεάνδρῳ [[τις]] ἁλικίᾳ τε [[λύτρον]] εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κάματος]])<br /><b>1.</b> επίπονη [[εργασία]], [[μόχθος]], [[κόπος]] («[[ἄτερ]] καμάτοιο τέλεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάπτωση]] τών σωματικών δυνάμεων από [[βαριά]] ή υπερβολική [[εργασία]], [[κόπωση]], [[κούραση]], [[εξάντληση]] («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το όργωμα τών αγρών<br /><b>2.</b> η [[εργασία]] τών [[μελισσών]] για την [[παρασκευή]] και την [[πλήρωση]] της κηρήθρας<br /><b>3.</b> οι κηρήθρες τών [[μελισσών]]<br /><b>4.</b> η [[κατεργασία]] του μαλλιού για [[κλώσιμο]]<br /><b>5.</b> η [[κατεργασία]] του μαλλιού για [[γνέσιμο]] και το ίδιο το [[μαλλί]], το [[έριο]]<br /><b>6.</b> η [[κατασκευή]] του τυριού από τον κτηνοτρόφο, [[τυροκομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[τόκος]] από δανεισμό χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]], [[αρρώστια]]<br /><b>2.</b> αυτό που αποκτάται, που κερδίζεται με επίπονη [[εργασία]], τα «[[κόπια]]» («ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον... ἔδουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> οι πόνοι του τοκετού, [[ωδίνες]]<br /><b>4.</b> οι πόνοι της αρρώστιας<br /><b>5.</b> βάσανα, ταλαιπωρίες («οὐδεποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τόρνου [[κάματος]]» — κατασκευασμένο με τον τόρνο<br />β) «κάματοι μελίσσης» — το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κάμă</i>-<i>τος</i> συνδέεται με το ρ. <i>κάμ</i>-<i>νω</i>, <i>ἔ</i>-<i>καμον</i> και προέρχεται από [[ρίζα]] <i>καμă</i>-, που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη [[μορφή]] αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>καμᾱ</i>-. Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sami</i>-<i>tar</i> «αυτός που παρασκευάζει, ετοιμάζει».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καματεύω]], [[καματηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καματώ]], [[καματώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καματηδόν]], [[καματιά]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καματερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καματάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καματηφόρος]], [[καματουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καματογόνος]]. (Β' συνθετικό) [[ακάματος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευκάματος]], [[πολυκάματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεροκάματο]]]. | |||
}} | }} |