Anonymous

κάματος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κάματος]])<br /><b>1.</b> επίπονη [[εργασία]], [[μόχθος]], [[κόπος]] («[[ἄτερ]] καμάτοιο τέλεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάπτωση]] τών σωματικών δυνάμεων από [[βαριά]] ή υπερβολική [[εργασία]], [[κόπωση]], [[κούραση]], [[εξάντληση]] («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το όργωμα τών αγρών<br /><b>2.</b> η [[εργασία]] τών [[μελισσών]] για την [[παρασκευή]] και την [[πλήρωση]] της κηρήθρας<br /><b>3.</b> οι κηρήθρες τών [[μελισσών]]<br /><b>4.</b> η [[κατεργασία]] του μαλλιού για [[κλώσιμο]]<br /><b>5.</b> η [[κατεργασία]] του μαλλιού για [[γνέσιμο]] και το ίδιο το [[μαλλί]], το [[έριο]]<br /><b>6.</b> η [[κατασκευή]] του τυριού από τον κτηνοτρόφο, [[τυροκομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[τόκος]] από δανεισμό χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]], [[αρρώστια]]<br /><b>2.</b> αυτό που αποκτάται, που κερδίζεται με επίπονη [[εργασία]], τα «[[κόπια]]» («ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον... ἔδουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> οι πόνοι του τοκετού, [[ωδίνες]]<br /><b>4.</b> οι πόνοι της αρρώστιας<br /><b>5.</b> βάσανα, ταλαιπωρίες («οὐδεποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τόρνου [[κάματος]]» — κατασκευασμένο με τον τόρνο<br />β) «κάματοι μελίσσης» — το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κάμă</i>-<i>τος</i> συνδέεται με το ρ. <i>κάμ</i>-<i>νω</i>, <i>ἔ</i>-<i>καμον</i> και προέρχεται από [[ρίζα]] <i>καμă</i>-, που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη [[μορφή]] αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>καμᾱ</i>-. Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sami</i>-<i>tar</i> «αυτός που παρασκευάζει, ετοιμάζει».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καματεύω]], [[καματηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καματώ]], [[καματώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καματηδόν]], [[καματιά]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καματερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καματάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καματηφόρος]], [[καματουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καματογόνος]]. (Β' συνθετικό) [[ακάματος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευκάματος]], [[πολυκάματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεροκάματο]]].
|mltxt=ο (AM [[κάματος]])<br /><b>1.</b> επίπονη [[εργασία]], [[μόχθος]], [[κόπος]] («[[ἄτερ]] καμάτοιο τέλεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάπτωση]] τών σωματικών δυνάμεων από [[βαριά]] ή υπερβολική [[εργασία]], [[κόπωση]], [[κούραση]], [[εξάντληση]] («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το όργωμα τών αγρών<br /><b>2.</b> η [[εργασία]] τών [[μελισσών]] για την [[παρασκευή]] και την [[πλήρωση]] της κηρήθρας<br /><b>3.</b> οι κηρήθρες τών [[μελισσών]]<br /><b>4.</b> η [[κατεργασία]] του μαλλιού για [[κλώσιμο]]<br /><b>5.</b> η [[κατεργασία]] του μαλλιού για [[γνέσιμο]] και το ίδιο το [[μαλλί]], το [[έριο]]<br /><b>6.</b> η [[κατασκευή]] του τυριού από τον κτηνοτρόφο, [[τυροκομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[τόκος]] από δανεισμό χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]], [[αρρώστια]]<br /><b>2.</b> αυτό που αποκτάται, που κερδίζεται με επίπονη [[εργασία]], τα «[[κόπια]]» («ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον... ἔδουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> οι πόνοι του τοκετού, [[ωδίνες]]<br /><b>4.</b> οι πόνοι της αρρώστιας<br /><b>5.</b> βάσανα, ταλαιπωρίες («οὐδεποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τόρνου [[κάματος]]» — κατασκευασμένο με τον τόρνο<br />β) «κάματοι μελίσσης» — το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κάμă</i>-<i>τος</i> συνδέεται με το ρ. <i>κάμ</i>-<i>νω</i>, <i>ἔ</i>-<i>καμον</i> και προέρχεται από [[ρίζα]] <i>καμă</i>-, που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη [[μορφή]] αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>καμᾱ</i>-. Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sami</i>-<i>tar</i> «αυτός που παρασκευάζει, ετοιμάζει».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καματεύω]], [[καματηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καματώ]], [[καματώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καματηδόν]], [[καματιά]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[καματερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καματάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καματηφόρος]], [[καματουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καματογόνος]]. (Β' συνθετικό) [[ακάματος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευκάματος]], [[πολυκάματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεροκάματο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάμᾰτος:''' ὁ ([[κάμνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], εξαντλητική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> συνέπειες μόχθου, [[εξάντληση]], [[κούραση]], [[κόπωση]], σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]], (ομοίως και στον Οράτ., [[ludo]] fatigatum [[que]] somno), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· [[ἀλλότριος]] [[κάματος]], κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του κόπου, [[έργο]], [[εργασία]], δουλειά, [[πράγμα]] κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ.
}}
}}