3,273,773
edits
(eksahir) |
(19) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[estaño]] | |esgtx=[[estaño]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κασσίτερος]], Α και αττ. τ. [[καττίτερος]])<br />αργυρόλευκο και στιλπνό [[μέταλλο]] που χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] μετάλλων, την [[επίχριση]] της επιφάνειας τών μαγειρικών σκευών και την [[κατασκευή]] καθρεφτών, κν. [[καλάι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., ελαμιτικής πιθ. καταγωγής από <i>kassi</i>-<i>ti</i>-<i>ra</i> «[[μέταλλο]] από τη [[χώρα]] τών Κασσιτών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κασσιτερίδες]], [[κασσιτέρινος]], <i>κασσιτερώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κασσιτεράς]], [[κασσιτήριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κασσιτεροποιός]], [[κασσιτερουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κασσιτεροκόλληση]], [[κασσιτερούχος]], [[κασσιτεροφόρος]], [[κασσιτερώδης]]]. | |||
}} | }} |