Anonymous

κασσίτερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κασσίτερος]], Α και αττ. τ. [[καττίτερος]])<br />αργυρόλευκο και στιλπνό [[μέταλλο]] που χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] μετάλλων, την [[επίχριση]] της επιφάνειας τών μαγειρικών σκευών και την [[κατασκευή]] καθρεφτών, κν. [[καλάι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., ελαμιτικής πιθ. καταγωγής από <i>kassi</i>-<i>ti</i>-<i>ra</i> «[[μέταλλο]] από τη [[χώρα]] τών Κασσιτών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κασσιτερίδες]], [[κασσιτέρινος]], <i>κασσιτερώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κασσιτεράς]], [[κασσιτήριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κασσιτεροποιός]], [[κασσιτερουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κασσιτεροκόλληση]], [[κασσιτερούχος]], [[κασσιτεροφόρος]], [[κασσιτερώδης]]].
|mltxt=ο (AM [[κασσίτερος]], Α και αττ. τ. [[καττίτερος]])<br />αργυρόλευκο και στιλπνό [[μέταλλο]] που χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] μετάλλων, την [[επίχριση]] της επιφάνειας τών μαγειρικών σκευών και την [[κατασκευή]] καθρεφτών, κν. [[καλάι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., ελαμιτικής πιθ. καταγωγής από <i>kassi</i>-<i>ti</i>-<i>ra</i> «[[μέταλλο]] από τη [[χώρα]] τών Κασσιτών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κασσιτερίδες]], [[κασσιτέρινος]], <i>κασσιτερώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κασσιτεράς]], [[κασσιτήριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κασσιτεροποιός]], [[κασσιτερουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κασσιτεροκόλληση]], [[κασσιτερούχος]], [[κασσιτεροφόρος]], [[κασσιτερώδης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κασσίτερος:''' [ῐ], Αττ. καττ-, ὁ, [[κασσίτερος]], Λατ. [[stannum]], σε Ομήρ. Ιλ. Λιωνόταν και [[έπειτα]] χυνόταν μέσα σε σκληρότερο χαλκό, απ' όπου [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, [[επιμετάλλωση]], [[περίχυμα]] κασσιτέρου, στο ίδ. (ξεν. [[λέξη]]).
}}
}}