Anonymous

καταιβατός: Difference between revisions

From LSJ
19
(Autenrieth)
(19)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=to be descended, [[passable]], Od. 13.110†.
|auten=to be descended, [[passable]], Od. 13.110†.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταιβατός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κατέβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[καταβατός]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[καταιβάτης]].
}}
}}