3,254,033
edits
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />mouette, <i>oiseau ; fig.</i> homme simple, sot, niais.<br />'''Étymologie:''' DELG obscur ; pê [[κοῦφος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />mouette, <i>oiseau ; fig.</i> homme simple, sot, niais.<br />'''Étymologie:''' DELG obscur ; pê [[κοῦφος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κέπφος]]) [[είδος]] θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ [[κέπφος]], αἴθνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρόμυαλος]] [[άνθρωπος]], [[ανόητος]] [[άνθρωπος]] («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῡ μοι πόλιν εὐεργετεῑν, ὦ κέπφε» (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[σύμπλεγμα]] -<i>πφ</i>- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κεμπός</i><br />[[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]] [[ἄνθρωπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[ερμηνεία]] του στο ίδιο το λ.: [[κέπφος]]<br />[[εἶδος]] ὀρνέου κουφοτάτου</i>). Ίσως το [[κέπφος]] να προέκυψε από [[ουσιαστικοποίηση]] ενός αμάρτυρου επιθ. <i>κεπφός</i>]. | |||
}} | }} |