Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κέπφος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κέπφος]]) [[είδος]] θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ [[κέπφος]], αἴθνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρόμυαλος]] [[άνθρωπος]], [[ανόητος]] [[άνθρωπος]] («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῡ μοι πόλιν εὐεργετεῑν, ὦ κέπφε» (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[σύμπλεγμα]] -<i>πφ</i>- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κεμπός</i><br />[[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]] [[ἄνθρωπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[ερμηνεία]] του στο ίδιο το λ.: [[κέπφος]]<br />[[εἶδος]] ὀρνέου κουφοτάτου</i>). Ίσως το [[κέπφος]] να προέκυψε από [[ουσιαστικοποίηση]] ενός αμάρτυρου επιθ. <i>κεπφός</i>].
|mltxt=ο (Α [[κέπφος]]) [[είδος]] θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ [[κέπφος]], αἴθνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρόμυαλος]] [[άνθρωπος]], [[ανόητος]] [[άνθρωπος]] («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῡ μοι πόλιν εὐεργετεῑν, ὦ κέπφε» (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[σύμπλεγμα]] -<i>πφ</i>- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κεμπός</i><br />[[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]] [[ἄνθρωπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[ερμηνεία]] του στο ίδιο το λ.: [[κέπφος]]<br />[[εἶδος]] ὀρνέου κουφοτάτου</i>). Ίσως το [[κέπφος]] να προέκυψε από [[ουσιαστικοποίηση]] ενός αμάρτυρου επιθ. <i>κεπφός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέπφος:''' ὁ, θαλασσινό πουλί· μεταφ., γκαφατζής, [[κουτορνίθι]], [[χαζός]], σε Αριστοφ.
}}
}}