Anonymous

κύντατος: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />le plus impudent <i>litt.</i> le plus chien.<br />'''Étymologie:''' Sp. de κυν-, radic. de [[κύων]] ; cf. [[κύντερος]].
|btext=η, ον :<br />le plus impudent <i>litt.</i> le plus chien.<br />'''Étymologie:''' Sp. de κυν-, radic. de [[κύων]] ; cf. [[κύντερος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κύντατος]] -άτη, -ον (Α)<br />αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ [[ὅτις]] [[μάλα]] [[κύντατος]] ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετ. τ. επιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], σχηματισμένος με την κατάλ. -<i>τατος</i>].
}}
}}