κύντατος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

German (Pape)

[Seite 1533] superl., u. κύντερος, compar. von κύων, der Hund, abgeleitet, hündischer, d. i. schamloser, unverschämter, schrecklicher; – compar.; Il. 8, 483 Od. 11, 426; οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο 7, 216; καὶ κύντερον ἄλλο ποτ' ἔτλης 20, 18; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1064. 2, 474; – superl.; ὅ, τι κύντατον ἔρδοι Il. 10, 503; H. h. Cer. 306; κύντατ' ἄλγη Eur. Suppl. 807; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 193. 514; Nic. Th. 168; – κυντερώτερος soll Aesch. gesagt haben, frg. 422, u. Eubul., B. A. 101, 30, wo aus Arist. auch der superl. κυντότατος erwähnt wird.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus impudent litt. le plus chien.
Étymologie: Sp. de κυν-, radic. de κύων ; cf. κύντερος.

Greek Monolingual

κύντατος -άτη, -ον (Α)
αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῖται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. -τατος].

Russian (Dvoretsky)

κύντᾰτος: [superl. к κύων ужаснейший, страшный (ἐνιαυτός HH; ἄλγη Aesch.): μερμήριζε, ὅτι κύντατον ἔρδοι Hom. (Одиссей) размышлял, что бы такое поужаснее сделать.