Anonymous

κύντατος: Difference between revisions

From LSJ
3
(22)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύντατος]] -άτη, -ον (Α)<br />αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ [[ὅτις]] [[μάλα]] [[κύντατος]] ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετ. τ. επιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], σχηματισμένος με την κατάλ. -<i>τατος</i>].
|mltxt=[[κύντατος]] -άτη, -ον (Α)<br />αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ [[ὅτις]] [[μάλα]] [[κύντατος]] ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετ. τ. επιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], σχηματισμένος με την κατάλ. -<i>τατος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κύντᾰτος:''' [superl. к [[κύων]] ужаснейший, страшный ([[ἐνιαυτός]] HH; ἄλγη Aesch.): μερμήριζε, ὅτι κύντατον ἔρδοι Hom. (Одиссей) размышлял, что бы такое поужаснее сделать.
}}
}}