Anonymous

μάζα: Difference between revisions

From LSJ
3,183 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[μᾶζα]].
|btext=v. [[μᾶζα]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM μᾱζα, Α και [[μάζα]] και δωρ. τ. [[μάδδα]])<br /><b>1.</b> όγκος, [[σωρός]] («μᾱζα χρυσοῡ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σβώλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζύμη]] αλεύρου, [[φύραμα]]<br /><b>2.</b> ημίρρευστο [[σώμα]], [[πολτός]] («τα μακαρόνια έβρασαν πολύ και γίνανε μια [[μάζα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[φυσικό]] [[μέγεθος]] που ορίζεται ως [[μέτρο]] της αδράνειας ενός σώματος και αποτελεί θεμελιώδη [[ιδιότητα]] της ύλης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σχετικιστική [[μάζα]]»<br /><b>φυσ.</b> η [[μάζα]] που αποδίδεται σε ένα κινούμενο [[σώμα]] σύμφωνα με την ειδική [[θεωρία]] της σχετικότητας<br /><b>5.</b> (συν. πληθ.) <i>οι μάζες</i><br />το [[πλήθος]] του λαού, [[ιδίως]] οι εργαζόμενες τάξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παξιμάδι]] ή [[κομμάτι]] από [[πίτα]] διαφορετικής πυκνότητας και σκληρότητας με κύριο συστατικό το κρίθινο [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> [[έδεσμα]] από τριμμένο [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]] μουσκεμένο σε [[γάλα]], [[κρασί]] ή [[νερό]]<br />3) το [[αμάλγαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μᾶζα]] έχει παραχθεί από θ. <i>μαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαγῆναι</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ζα</i>. Η [[ποσότητα]] του μακρού -<i>ᾱ</i>- του τ. παραμένει ανερμήνευτη, παρ' ότι έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι οφείλεται σε μια αμάρτυρη έρρινη [[μορφή]] <i>μάγγ</i>-<i>ζα</i>. Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι πρόκειται για σημιτικό [[δάνειο]] δεν [[είναι]] αποδεκτή. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>massa</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μαζηρός]], [[μαζύγιον]], [[μαζώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαζίον]], [[μαζίσκη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαζάριον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μαζώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαζικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[μαζοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαζαγόας]], [[μαζαγρέτας]], [[μαζοβόλιον]], [[μαζονόμος]], [[μαζοπέπτης]], [[μαζούσιος]], [[μαζοφάγος]], [[μαζοφορίς]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδαλόμαζα]], [[χαρτόμαζα]], [[χιονόμαζα]]].
}}
}}