3,274,919
edits
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλάχη''': [λᾰ], ἡ, «μολόχα», Λατ. malva, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, Βατραχομυομ. 161, Μόσχ. 3. 106, κτλ.· - [[βοτάνη]] χρησιμεύουσα ὡς [[τροφή]], [[μάλιστα]] τῶν πτωχῶν· σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ἀριστοφ. Πλ. 544· - φέρεται καὶ [[μολόχη]], ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχ. καὶ Ἀντιφ. παρ’ Ἀθην. 58D. (Ἴσως ἐκ τοῦ [[μαλάσσω]], [[ἕνεκα]] τῆς μαλακτικῆς αὐτῆς δυνάμεως, Διοσκ. 2. 144, Plin. N. H. 20. 21). | |lstext='''μᾰλάχη''': [λᾰ], ἡ, «μολόχα», Λατ. malva, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, Βατραχομυομ. 161, Μόσχ. 3. 106, κτλ.· - [[βοτάνη]] χρησιμεύουσα ὡς [[τροφή]], [[μάλιστα]] τῶν πτωχῶν· σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ἀριστοφ. Πλ. 544· - φέρεται καὶ [[μολόχη]], ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχ. καὶ Ἀντιφ. παρ’ Ἀθην. 58D. (Ἴσως ἐκ τοῦ [[μαλάσσω]], [[ἕνεκα]] τῆς μαλακτικῆς αὐτῆς δυνάμεως, Διοσκ. 2. 144, Plin. N. H. 20. 21). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />mauve, <i>plante, etc.</i><br />'''Étymologie:''' p. *μαλάχϜη, de [[μαλάσσω]] ; cf. <i>lat.</i> malva, p. *malcva. | |||
}} | }} |